μνήσκω
Смотреть что такое "μνήσκω" в других словарях:
μνήσκω — μιμνήσκω remind pres subj act 1st sg μιμνήσκω remind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek
μνέσκω — και μνήσκω και μνίσκω βλ. λ. μεινίσκω … Dictionary of Greek
μνήσκομαι — (ΑΜ) μιμνήσκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μι μνή σκω χωρίς διπλασιασμό (πρβλ. υπο μνήσκω)] … Dictionary of Greek